- κοιμητάτο(ν)
- κοιμητάτο(ν), τὸ (Μ)(σε στρατιώτες ή κρατικούς υπαλλήλους) υποχρεωτική παροχή καταλύματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μητάτον* «υποχρεωτική παροχή καταλύματος», προφανώς με παρετυμολογική επίδραση τού κοιμᾶμαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.